-
1 βραβείο
[вравио] ουσ. о. награда, приз, премия,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βραβείο
-
2 премия
премия ж 1) (награда) το βραβείο· Ленинская премия Βραβείο Λένιν присудить \премияю βραβεύω, απονέμω βραβείο 2) (надбавка) το επιχορήγημα, το επίδομα* * *ж1) ( награда) το βραβείοприсуди́ть пре́мию — βραβεύω, απονέμω βραβείο
2) ( надбавка) το επιχορήγημα, το επίδομα -
3 премия
премияж1. (награда) τό βραβεῖο[ν], τό ἀριστεῖο[ν]:Международная Ленинская \премия ми́ра τό διεθνές βραβείο Λένιν τής ἐΙρήνης· Нобелевская \премия τό βραβείο Νόμπελ· первая \премия τό πρώτο βραβείο·2. эк. τό βραβείο[ν], ἡ ἐπιχορήγησις:страховая \премия τό ἀσφάλιστρον. -
4 лауреат
лауреат м о βραβευμένος· \лауреат Ленинской премии βραβείο Λένιν \лауреат Международной Ленинской премии «За укрепление мира между народами» το Διεθνές βραβείο Λένιν της ειρήνης" \лауреат Государственной премии Κρατικό βραβείο* * *мο βραβευμένοςлауреа́т Госуда́рственной пре́мии — Κρατικό βραβείο
-
5 награда
награда ж το βραβείο· η ανταμοιβή (вознаграждение)' правительственная \награда το κυβερνητικό βραβείο· в \наградау για ανταμοιβή* * *жτο βραβείο; η ανταμοιβή ( вознаграждение)прави́тельственная награ́да — το κυβερνητικό βραβείο
в награ́ду — για ανταμοιβή
-
6 приз
приз м το βραβείο, το έπαθλο· получить первый \приз παίρνω το πρώτο βραβείο* * *мτο βραβείο, το έπαθλοполучи́ть пе́рвый приз — παίρνω το πρώτο βραβείο
-
7 удостоить
-ою, -оишьρ.σ.μ.1. κρίνω άξιο βράβευσης• βραβεύω• τιμώ με βραβείο•удостоить награды τιμώ με βραβείο•
2. αξιώνω, καταδέχομαι, ευαρεστούμαι• στέργω• αξίζω•удостоить не -ит кого-нибудь ответом απαξιώ να απαντήσω σε κάποιον.
εκφρ.удостоить чести кого – τιμώ κάποιον.1. τιμούμαι• βραβεύομαι•удостоить высшей награды τιμούμαι με το ανώτατο βραβείο.
2. αξίζω• αξιώνομαι•он -лся её улыбки αυτός αξιώθηκε του χαμόγελου της.
εκφρ.удостоить чести – ειρν. αξίζω τιμής, τιμούμαι. -
8 приз
призм τό βραβεΙο[ν], τό ἐπαθλο[ν]. τό ἀριστεῖο[ν]:получать первый \приз παίρνω τό πρώτο βραβείο. -
9 премия
1. (награда за успехи, заслуги) το βραβείο 2. (дополнительное денежное вознаграждение, выдаваемое за превышение обязательных производственных норм) το δώρο, το πρίμ (ξεν.), το μπόνους (ξεν.) 3. эк. (в поощрении вывоза товаров) η επιδότηση (των εξαγωγών), το ασφάλιστρο 4. фин. (разница между биржевой и номинальной стоимостью ценной бумаги) η διαφορά 5. (бесплатное приложение к журналу, газете, бесплатная придача при покупке некоторых товаров) το (δωρεάν) ένθετο (περιοδικού, εφημερίδας, ενός προϊόντος), το δώροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > премия
-
10 лауреат
лауреатм ὁ βραβευμένος:\лауреат Ленинской премии βραβείο Λένιν. -
11 мир
мир Iχ |. (вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν:весь \мир τό σύμπαν· со всего \мира ἀπ' ὀλο τόν κόσμο, ἀπ' ὀλη τήν οἰκου-μένη·2. (среда) ὁ κόσμος:животный \мир ὁ ζωΙκός κόσμος, τά ζῶα· растительный \мир τά φυτά· звездный \мир τά ἄστρα· окружающий \мир τό περιβάλλον вну́трен-ний \мир человека ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ ἀνθρωπου· ◊ пойти по \миру разг καταντώ στήν ψάθα, γίνομαι ζητιάνος· пустить по́ \миру разг καταντώ κάποιον στήν ψάθα, καταντώ κάποιον διακονιάρη· не от \мира сего βρίσκομαι στά σύννεφα.мир IIм (спокойствие) ἡ είρήνη:жить в \мире ζοϋμε ἀγαπημένα· борьба за \мир ὁ ἀγώνας (или ἡ πάλη) γιά τήν είρήνη· движение сторонников \мира τό κίνημα τῶν ὀπαδῶν τῆς ἐΙρήνης· международная Ленинская премия \мира τό διεθνές βραβείο Λένιν γιά τήν είρήνη· Всемирный Совет \мира τό Παγκόσμιο Συμβούλιο είρήνης· сепаратный \мир ἡ χωριστή εἰρήνη· заключить \мир συνάπτω είρήνη[ν]· ◊ отпустить с \миром στέλνω στό κάλο, ἀφήνω νά φύγει μέ τό καλό. -
12 награда
наградаж ἡ ἀνταμοιβή/ τό ἐπαθλο[ν], τό βραβεῖο[ν] (в спорте, на конкурсе, в школе)/ τό παράσημο (правительственная). -
13 наградные
наград||ныемн. τό χρηματικό βραβείο, τά χρήματα τοῦ βραβείου. -
14 соискание
соиска||ниес ἡ διεκδίκηση [-ις]:диссертация на \соискание ученой степени доктора иау́к ἐναίσιμος ἐπί διδακτορία διατριβή· выдвинуть на \соискание премии προτείνω ὑποψηφιότητα γιά τό βραβείο. -
15 удостаивать
удостаиватьнесов1. κρίνω ἄξιον, καταδέχομαι, εὐαρεστοῦμαι:не \удостаивать кого́-л. ответом δέν καταδέχομαι νά ἀπαντήσω σέ κάποιον2. (награждать) ἀπονέμω, τιμῶ μέ...:\удостаивать звания ἀπονέμω τίτλο· \удостаивать ученой степени ἀπονέμω ἐπιστημονικό τίτλο· \удостаивать награды τιμῶ μέ βραβείο, βραβεύω. -
16 награда
[ναγκράντα] ουσ. θ. ανταμοιβή, βραβείο, παράσημο -
17 награда
[ναγκράντα] ουσ θ ανταμοιβή, βραβείο, παράσημο -
18 высокий
επ., βρ: -сок, -сока, -соко/ και -со/ко, -соки/ και -со/ки; выше; высший κ. высочайший.1. (υ)ψηλός, υψιτενής•высокий дом ψηλό σπίτι•
высокий рост μεγάλο ανάστημα•
-ая гора ψηλό βουνό•
высокий потолок ψηλή οροφή•
-ое дерево ψηλό δέντρο.
2. μεγάλος•высокий урожай μεγάλη σοδειά•
-ое напряжение υψηλή τάση (ηλεκ. ρεύματος)•
-ая производительность труда υψηλή παραγωγικότητα της δουλειάς•
-ое давление μεγάλη πίεση•
-ая температура υψηλή θερμοκρασία.
3. πολύ καλός, εξαιρετικός• άριστος•-ая оценка υψηλή εκτίμηση•
товар -го качества εμπόρευμα εξαιρετικής ποιότητας.
4. πολύ μεγάλος•-ая честь μεγάλη τιμή•
высокий пост μεγάλο πόστο•
-ое звание υψηλός τίτλος•
-ая награда μεγάλο βραβείο•
высокий гость ο μεγάλος φιλοξενούμενος (επισκέπτης).
5. πανηγυρικός•высокий стиль υψηλό ύφος.
6. (για ήχους) λεπτός,οξύς.εκφρ.высокий лоб – φαρδύ (ψηλό) μέτωπο•- ая грудь – ψηλό (ορθό) στήθος•быть -го’мнения – έχω καλή γνώμη (για κάποιον). -
19 дать
дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, даноρ.σ.μ.1. δίνω• εγχειρίζω•дать деньги δίνω χρήματα•
дать книгу δίνω βιβλίο.
|| παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•помещение δίνω χώρο.
|| παραχωρώ•дать место δίνω τη θέση.
|| πληρώνω•сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;
2. απονέμω•дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.
|| μτφ. καθορίζω•дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).
|| επιφέρω, καταφέρω•он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.
|| χτυπώ, δέρνω, πλήττω•дать по рукам χτυπώ στα χέρια.
3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•дать обед δίνω γεύμα•
дать концерт δίνω συναυλία•
дать бал δίνω χορό.
4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.
|| φέρω, επιφέρω•дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.
5. εμφανίζω, παρουσιάζω•дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•
-течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•
дать осечку παθαίνω αφλογιστία•
дать осадок αφήνω κατακάθια.
6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•
дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•
дать позволение επιτρέπω•
дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•
дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•
дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•
дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•
дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.
|| μεταδίνω, κάνω•сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•
дать знак κάνω νεύμα.
|| χτυπώ, κρούω•дать звонок χτυπώ το κουδούνι.
7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•
он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.
8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.εκφρ.дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•дать вожжи ή поводок – κ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•дать свет – ανάβω το φως•дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.1. πιάνομαι•не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.
|| υποκύπτω, υποχωρώ.2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•
история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.
|| δίνομαι, αποκτιέμαι•ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).
-
20 заслуженный
επ. από μτχ.1. άξιος, επάξιος, αντάξιος•-ая награда επάξιο βραβείο.
|| δίκαιος, δικαιολογημένος, πρεπούμενος•-ая кара δίκαια τιμωρία.
2. διακεκριμένος, επιφανής, διάσημος. || μτφ. (αστ.) παλαιός, που έχει πολυετή υπηρεσίαν, καραβάνας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βραβείο — Έπαθλο ή αριστείο που απονέμεται σε άτομο που αρίστευσε ή προσέφερε ιδιαίτερες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα, στον ηθικό, πνευματικό, επιστημονικό ή αθλητικό τομέα. Το β. που συνίσταται γενικά σε δίπλωμα, απονομή τιμητικής διάκρισης ή σε ένα… … Dictionary of Greek
βραβείο — το έπαθλο το οποίο δίνεται σ’ αυτούς που πρωτεύουν σε κάτι, θεσμοθετημένη τιμητική διάκριση η οποία γίνεται σε κάποιον που πρωτεύει ή αριστεύει: Του δόθηκε το πρώτο βραβείο σκηνοθεσίας. – Στην απονομή των βραβείων ήταν παρόντες πολλοί επίσημοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φεμινά, βραβείο — Γαλλικό βραβείο λογοτεχνίας που καθιερώθηκε από τη Μαντάμ ντε Μπρουτέλ και άλλες γυναίκες των γραμμάτων το 1904. Το βραβείο δίνεται κάθε χρόνο, σχεδόν ταυτόχρονα με το βραβείο Γκονκούρ, από δωδεκαμελή επιτροπή σε συγγραφείς ακόμα άγνωστους στο… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Θεοδωράκης, Μίκης — (Χίος 1925 –). Μουσικοσυνθέτης. Κατάγεται από την Κρήτη. Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών και στο Ωδείο του Παρισιού. Το 1942 τον συνέλαβαν οι ιταλικές κατοχικές αρχές. Το 1947 εξορίστηκε στην Ικαρία και το 1948 στη Μακρόνησο. Το 1960 άρχισε ουσιαστικά… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
άθλο — το (Α ἆθλον και ασυναίρ. ἄεθλον) βραβείο, έπαθλο, γέρας νεοελλ. (συνήθως στον πληθυντικό ειρωνικά) τα άθλα, κατορθώματα, αξιοκατάκριτες πράξεις αρχ. 1. βραβείο σε αγώνα, βραβείο, επιβράβευση, αμοιβή 2. άθλος, αγώνας, επίπονη προσπάθεια, πάλη 3.… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Καραβίας, Πάνος — (Αθήνα 1905 – 1985). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενος με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Έγραψε διηγήματα,… … Dictionary of Greek